- λέσχη
- Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού.
Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην αρχική της μορφή χρησίμευε για ανεπίσημες κοινωνικές συγκεντρώσεις και συζητήσεις («συνιόντες διημέρευαν», κατά τον Φρύνιχο). Αργότερα οι λ. κατέληξαν καταφύγια διανυκτέρευσης για τους αστέγους («ανεστίους»). Ο Πλούταρχος, ο οποίος περιγράφει συνάθροιση αργόσχολων στη λ. των Δελφών, αναφέρει ότι κάθονταν επάνω στα έδρανα και φλυαρούσαν. Ο Ησύχιος εξηγεί ότι λ. σημαίνει «ομιλία» και «φλυαρία». Στις λ. ακόμα έτρωγαν, γι’ αυτό και ονομάζονταν επίσης κοινά δειπνητήρια. Ο Αθήναιος μάλιστα αναφέρει και τα διάφορα φαγητά που προσφέρονταν στις λ. Οι λ. ήταν πάντα αφιερωμένες στον θεό Απόλλωνα, απ’ όπου και η προσωνυμία του Λεσχηνόριος. Στην Αττική υπήρχαν 360 λ. χτισμένες κοντά σε τάφους, τις οποίες χρησιμοποιούσαν για εντευκτήρια όσοι πήγαιναν στις κηδείες. Η πιο γνωστή λ. βρισκόταν ωστόσο στους Δελφούς. Σύμφωνα με τις περιγραφές του Παυσανία και του Λουκιανού, ήταν στολισμένη με εικόνες του γνωστού ζωγράφου Πολύγνωτου, οι οποίες παρίσταναν την κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη και την άλωση της Τροίας. Το κτίριο βρέθηκε στις ανασκαφές που έγιναν στους Δελφούς και μας δίνει μια ιδέα της λ. ως οικοδομήματος. Το 1895 ανακαλύφθηκε στους Δελφούς και άλλη λ., η «Κνιδίων λέσχη», η οποία χρονολογείται στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. Η λ. αυτή είχε διαστάσεις 19 x 19 μ., στηριζόταν σε οκτώ ξύλινες τετράγωνες κολόνες και φωτιζόταν από φεγγίτη.
Στα νεότερα χρόνια, λ. ονομάζεται ο φορέας αλλά και ο τόπος συνάθροισης πολλών προσώπων κοινών ενδιαφερόντων για συζήτηση, ψυχαγωγία ή συνεργασία για κοινό σκοπό – για παράδειγμα λ. επιστημόνων, εργατική, φοιτητική, γυναικεία, κινηματογραφική κ.ά. Λ. αυτής της μορφής πρωτοεμφανίστηκε στην Αγγλία από τον 16o αι. με την ονομασία κλαμπ (club). Τα μέλη τέτοιου είδους λ. συγκεντρώνονταν σε –ως επί το πλείστον– πολυτελείς τοποθεσίες και αποτελούσαν έναν περιορισμένο κύκλο προσώπων προερχόμενων από τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις. Παρόμοιες λ. αναπτύχθηκαν αργότερα στη Γαλλία, οι οποίες μετά τη Γαλλική επανάσταση απέκτησαν και πολιτικό χαρακτήρα. Με τον καιρό οι λ. επεδίωξαν σκοπούς κυρίως ψυχαγωγικούς, με αίθουσες χορού, θεαμάτων, αναγνωστηρίων, παιχνιδιών κ.ά.
Στην Ελλάδα λ. του είδους αυτού είναι η Αθηναϊκή Λέσχη, κλειστό σωματείο το οποίο ιδρύθηκε το 1875 από τον διοικητή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας, καθηγητή πανεπιστημίου και πρώην αρεοπαγίτη Μάρκο Ρενιέρη. Λειτουργεί ακόμη κατά τα πρότυπα των παλαιών αγγλικών λ. και τα μέλη της, τα οποία διακρίνονται σε προσωρινά και τακτικά, επιλέγονται με μεγάλη αυστηρότητα. Ειδικής μορφής λ. είναι οι μεγάλες κερδοσκοπικές χαρτοπαικτικές επιχειρήσεις, οι οποίες δεν έχουν κοινωνικό ή πνευματικό σκοπό, αλλά είναι τόποι συνάθροισης για τυχερά παιχνίδια.
* * *η (AM λέσχη)νεοελλ.1. κέντρο συναθροίσεως, εντευκτήριο ομάδας ατόμων τού ίδιου επαγγέλματος, τής ίδιας κοινωνικής τάξης ή τών ίδιων ασχολιών ή φρονημάτων, που συνέρχονται για ορισμένους σκοπούς, όπως για συζήτηση, για ψυχαγωγία ή για συνεργασία2. (α. «φοιτητική λέσχη» β. «ορειβατική λέσχη»)2. συνεκδ. το σύνολο τών ατόμων που συναθροίζονται σε τέτοιο εντευκτήριο («η λέσχη συνεδριάζει κάθε Πέμπτη»)αρχ.1. κρεβάτι, κλίνη2. τάφος3. τόπος συναθροίσεως αργοσχόλων ή ζητιάνων («οὐδ' ἐθέλεις εὕδειν χαλκήϊον ἐς δόμον ἐλθὼν ἠέ που ἐς λέσχην», Ομ. Οδ.)4. κάθε δημόσια στοά ή δίοδος ή ειδικό οικοδόμημα όπου συζητούσαν οι φτωχοί ή αρχόσχολοι5. (στην Κνίδο) στοά ή αίθουσα γυμναστηρίου όπου συνεδρίαζαν τα μέλη τού συμβουλίου6. (στους Δελφούς) αίθουσα διακοσμημένη με ζωγραφιές τού Πολυγνώτου7. (με κακή σημ.) φλυαρία, κενολογία, μωρολογία, κουβεντολόι ή κουτσομπολιό («στρατὸς γὰρ ἀργός... λέσχας πονηρὰς καὶ κακοστόμους φιλεῑ», Ευρ.)8. (με καλή σημ.) συζήτηση, συνομιλία («καίτοι γενομένης λέσχης ὃς γένοιτο αὐτῶν ἄριστος», Ηρόδ.)9. παροιμ. «λύω λέσχας» — λεγόταν σε περιπτώσεις διακοπής ελαφράς συζήτησης και έναρξης σοβαρής εργασίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < *λεχ-σκᾱ (πρβλ. λέχομαι, λέχος), με μετάθεση δασύτητας (*λεκ-σχᾱ > λέσχη)μεταρρηματ. παρ. ενός αμάρτυρου *λέχ-σκ-εται (πρβλ. βοσκή < βόσκω). Συνδέεται με κελτ. lesc «νωθρός, οκνηρός» και αρχ. άνω γερμ. ρ. lescan «σβήνω». Απαντά σε ανθρωπωνύμια, όπως Λέσσχων, Λεσχεύς.ΠΑΡ. αρχ. λεσχάζω, λεσχαίνω, λεσχαίος, λεσχάρα, λέσχημα, λεσχήν, λέσχης, λεσχώδης.ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) αρχ. λεσχολογία.(Β' συνθετικό) αδολέσχηςαρχ.αδόλεσχος, αερολέσχης, έλλεσχος, εννομολέσχης, κυσολέσχης, λογολέσχης, μεταρσιολέσχης, μετεωρολέσχης, μυθολέσχης, πλατυλέσχης, πρόλεσχος, στενολέσχης, συναδολέσχης, χρησμολέσχης].
Dictionary of Greek. 2013.